- ἁθρόῳ
- ἀθρόοςin crowdsmasc/fem/neut dat sg (attic)ἀθρόοςin crowdsmasc/neut dat sgἀθρόοςin crowdsmasc/fem/neut dat sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀθρόῳ — ἀθρόος in crowds masc/fem/neut dat sg (attic) ἀθρόος in crowds masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθρόωι — ἀθρόῳ , ἀθρόος in crowds masc/fem/neut dat sg (attic) ἀθρόῳ , ἀθρόος in crowds masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς … Dictionary of Greek